θορυβούμαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

θορυβούμαι, παθητική φωνή του θορυβώ

Ρήμα[επεξεργασία]

θορυβούμαι

→ δείτε τη λέξη θορυβώ