θοός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | θοός | ἡ | θοᾱ́ | τὸ | θοόν |
γενική | τοῦ | θοοῦ | τῆς | θοᾶς | τοῦ | θοοῦ |
δοτική | τῷ | θοῷ | τῇ | θοᾷ | τῷ | θοῷ |
αιτιατική | τὸν | θοόν | τὴν | θοᾱ́ν | τὸ | θοόν |
κλητική ὦ! | θοέ | θοᾱ́ | θοόν | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ | θοοί | αἱ | θοαί | τὰ | θοᾰ́ |
γενική | τῶν | θοῶν | τῶν | θοῶν | τῶν | θοῶν |
δοτική | τοῖς | θοοῖς | ταῖς | θοαῖς | τοῖς | θοοῖς |
αιτιατική | τοὺς | θοούς | τὰς | θοᾱ́ς | τὰ | θοᾰ́ |
κλητική ὦ! | θοοί | θοαί | θοᾰ́ | |||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | θοώ | τὼ | θοᾱ́ | τὼ | θοώ |
γεν-δοτ | τοῖν | θοοῖν | τοῖν | θοαῖν | τοῖν | θοοῖν |
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'ξηρός' όπως «ξηρός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- θοός < θέω < θεϝ- < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *dʰew- (τρέχω, ρέω)
Επίθετο[επεξεργασία]
θοός -ή -όν
Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]
- νῆσοι θοαί: τα νησιά Εχινάδες (που έχουν σχήμα οξύ, ακανθοειδές, σαν βελόνες)
Συγγενικά[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Επίθετα με κλίση όπως το 'ξηρός' (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα 2ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'ξηρός' (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις οξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα οξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Επίθετα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)