θοόω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- θοόω < θοός (ταχύς, οξύς)
Ρήμα[επεξεργασία]
θοόω
- κάνω κάτι αιχμηρό, οξύ, σουβλερό
- ἐγὼ δ᾽ ἐθόωσα ἄκρον
- (μεταφορικά) κάνω κάτι αιχμηρό, οξύ
- ἐν πυρὶ φωνὴν τεθοωμένος