θοόω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

θοόω < θοός (ταχύς, οξύς)

Ρήμα[επεξεργασία]

θοόω

  1. κάνω κάτι αιχμηρό, οξύ, σουβλερό
    ἐγὼ δ᾽ ἐθόωσα ἄκρον
  2. (μεταφορικά) κάνω κάτι αιχμηρό, οξύ
    ἐν πυρὶ φωνὴν τεθοωμένος

Συγγενικά[επεξεργασία]