θράκα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | θράκα | οι | θράκες |
γενική | της | θράκας | — | |
αιτιατική | τη | θράκα | τις | θράκες |
κλητική | θράκα | θράκες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- θράκα < αθράκα < αθράκι < (ελληνιστική κοινή) ἀνθράκιον < αρχαία ελληνική ἄνθραξ
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
θράκα θηλυκό
- σωρός από αναμμένα κάρβουνα, που συνήθως προορίζονται για ψήσιμο φαγητού