θρήνος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: θρῆνος

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο θρήνος οι θρήνοι
      γενική του θρήνου των θρήνων
    αιτιατική τον θρήνο τους θρήνους
     κλητική θρήνε θρήνοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

θρήνος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική θρῆνος

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈθɾi.nos/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

θρήνος αρσενικό

  1. κλάμα έντονο και παρατεταμένο
    ※  Όταν μαθεύτηκε στη χώρα η επιστροφή του Σαμουήλ και η καταστροφή του στρατού του, η χαρά της παραμονής μεταστράφηκε σε θρήνο. (Πηνελόπη Δέλτα, Για την πατρίδα)
  2. (λογοτεχνία, μουσική) έργο έμμετρος (συχνά μελοποιημένο) που εκφράζει θλίψη για ένα σημαντικό γεγονός ιστορικό ή προσωπικό
    λαϊκοί θρήνοι (μοιρολόγια
    ο Θρήνος της Κωνσταντινουπόλεως ποίημα που θρηνεί για την άλωση της Πόλης

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικές λέξεις[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]