θρακιώτικος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο θρακιώτικος η θρακιώτικη το θρακιώτικο
      γενική του θρακιώτικου της θρακιώτικης του θρακιώτικου
    αιτιατική τον θρακιώτικο τη θρακιώτικη το θρακιώτικο
     κλητική θρακιώτικε θρακιώτικη θρακιώτικο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι θρακιώτικοι οι θρακιώτικες τα θρακιώτικα
      γενική των θρακιώτικων των θρακιώτικων των θρακιώτικων
    αιτιατική τους θρακιώτικους τις θρακιώτικες τα θρακιώτικα
     κλητική θρακιώτικοι θρακιώτικες θρακιώτικα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

θρακιώτικος < Θρακιώτης < Θράκη

Επίθετο[επεξεργασία]

θρακιώτικος, -η, -ο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]