θραύσμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | θραύσμα | τα | θραύσματα |
γενική | του | θραύσματος | των | θραυσμάτων |
αιτιατική | το | θραύσμα | τα | θραύσματα |
κλητική | θραύσμα | θραύσματα | ||
Κατηγορία όπως «κύμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- θραύσμα < αρχαία ελληνική θραῦσμα < θραύω
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]θραύσμα ουδέτερο
- κομματάκι από μεγαλύτερο αντικείμενο που έσπασε
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη θραύω