Μετάβαση στο περιεχόμενο

θρεονίνη

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η θρεονίνη οι θρεονίνες
      γενική της θρεονίνης των θρεονινών
    αιτιατική τη θρεονίνη τις θρεονίνες
     κλητική θρεονίνη θρεονίνες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
θρεονίνη < θρεονικό οξύ  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
Συντακτικός τύπος θρεονίνης.

θρεονίνη θηλυκό

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]