θρεπτήριος
Εμφάνιση
Χρειάζεται τεκμηρίωση με παραπομπή σε κείμενο, εγχειρίδιο ή λεξικό. |
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- θρεπτήριος < αρχαία ελληνική θρεπτήριος
Επίθετο
[επεξεργασία]θρεπτήριος
- λόγιο, σπάνιο) άλλη μορφή του θρεπτικός
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη θρέφω
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] θρεπτήριος
|
Κατηγορίες:
- Χρειάζονται παραπομπή (νέα ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως η ομάδα 'ωραίος' (νέα ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'θαυμάσιος' (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Σπάνιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)