θρησκομανία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- θρησκομανία < θρησκ(εία) + -ο- + -μανία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
θρησκομανία θηλυκό
- το να είναι κάποιος θρησκομανής, η ιδιότητα ή η συμπεριφορά του θρησκομανούς.
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
θρησκομανία
|