θρησκόφοβος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο θρησκόφοβος η θρησκόφοβη το θρησκόφοβο
      γενική του θρησκόφοβου της θρησκόφοβης του θρησκόφοβου
    αιτιατική τον θρησκόφοβο τη θρησκόφοβη το θρησκόφοβο
     κλητική θρησκόφοβε θρησκόφοβη θρησκόφοβο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι θρησκόφοβοι οι θρησκόφοβες τα θρησκόφοβα
      γενική των θρησκόφοβων των θρησκόφοβων των θρησκόφοβων
    αιτιατική τους θρησκόφοβους τις θρησκόφοβες τα θρησκόφοβα
     κλητική θρησκόφοβοι θρησκόφοβες θρησκόφοβα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

θρησκόφοβος < θρησκεία + φόβος

Επίθετο[επεξεργασία]

θρησκόφοβος, -η, -ο


Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]