θριαμβεύω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /θɾi.aɱˈve.vo/
Ρήμα
[επεξεργασία]θριαμβεύω, πρτ.: θριάμβευα, στ.μέλλ.: θα θριαμβεύσω, αόρ.: θριάμβευσα
- πετυχαίνω μια σημαντική νίκη, ένα θρίαμβο
- πετυχαίνω κάτι το εξαιρετικό ως αποτέλεσμα μιας επίπονης προσπάθειας
- Όταν ο Νιλς Άρμστρονγκ πάτησε στη Σελήνη, η ανθρωπότητα θριάμβευσε.