θρομβοφλεβίτιδα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η θρομβοφλεβίτιδα οι θρομβοφλεβίτιδες
      γενική της θρομβοφλεβίτιδας των θρομβοφλεβίτιδων
    αιτιατική τη θρομβοφλεβίτιδα τις θρομβοφλεβίτιδες
     κλητική θρομβοφλεβίτιδα θρομβοφλεβίτιδες
Κατηγορία όπως «αρθρίτιδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

θρομβοφλεβίτιδα < λόγιο ενδογενές δάνειο: νεολατινική thrombophlebitis < αρχαία ελληνική θρόμβ(ος) + -ο- + phlebitis (> φλεβίτιδα) < αρχαία ελληνική φλέψ (φλέβα) + -ίτιδα[1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /θɾoɱ.vo.fleˈvi.ti.ða/
τυπογραφικός συλλαβισμός: θρομ‐βο‐φλε‐βί‐τι‐δα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

θρομβοφλεβίτιδα θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ και δείτε τις λέξεις θρόμβος και φλέβα

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]