θρονιασμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- θρονιασμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου θρονιάζω
Μετοχή[επεξεργασία]
θρονιασμένος, -η, -ο
- που έχει στρογγυλοκάτσει κάπου και δεν κάνει τίποτα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
θρονιασμένος
|