θρονιασμένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο θρονιασμένος η θρονιασμένη το θρονιασμένο
      γενική του θρονιασμένου της θρονιασμένης του θρονιασμένου
    αιτιατική τον θρονιασμένο τη θρονιασμένη το θρονιασμένο
     κλητική θρονιασμένε θρονιασμένη θρονιασμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι θρονιασμένοι οι θρονιασμένες τα θρονιασμένα
      γενική των θρονιασμένων των θρονιασμένων των θρονιασμένων
    αιτιατική τους θρονιασμένους τις θρονιασμένες τα θρονιασμένα
     κλητική θρονιασμένοι θρονιασμένες θρονιασμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

θρονιασμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου θρονιάζω

Μετοχή[επεξεργασία]

θρονιασμένος, -η, -ο

  • που έχει στρογγυλοκάτσει κάπου και δεν κάνει τίποτα

Μεταφράσεις[επεξεργασία]