θρυμμάτιση
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | θρυμμάτιση | οι | θρυμματίσεις |
| γενική | της | θρυμμάτισης* | των | θρυμματίσεων |
| αιτιατική | τη | θρυμμάτιση | τις | θρυμματίσεις |
| κλητική | θρυμμάτιση | θρυμματίσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, θρυμματίσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- θρυμμάτιση < θρυμματίζω + -ση
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]θρυμμάτιση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του θρυμματίζω
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] θρυμμάτιση
|