θρόνος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο θρόνος οι θρόνοι
      γενική του θρόνου των θρόνων
    αιτιατική τον θρόνο τους θρόνους
     κλητική θρόνε θρόνοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

θρόνος < αρχαία ελληνική

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈθɾo.nos/
Η αίθουσα του θρόνου στο ανάκτορο της Κνωσού

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

θρόνος αρσενικό

  1. το πολυτελές κάθισμα πάνω στο οποίο κάθεται ένας μονάρχης και αποτελεί ένα από τα σύμβολα της εξουσίας του
  2. (κατ’ επέκταση) το βασιλικό αξίωμα
    ο διάδοχος του θρόνου
    Σωτήρας του αγγλικού θρόνου ο πρίγκιπας Oυίλιαμ; (Τίτλος άρθρου της εφημερίδας ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 6 Ιανουαρίου 2010)
  3. (κατ’ επέκταση) άλλο ανώτατο αξίωμα
    ο Οικουμενικός Θρόνος (το αξίωμα του Οικουμενικού Πατριάρχη)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]