θυλακοειδής

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο θυλακοειδής η θυλακοειδής το θυλακοειδές
      γενική του θυλακοειδούς* της θυλακοειδούς του θυλακοειδούς
    αιτιατική τον θυλακοειδή τη θυλακοειδή το θυλακοειδές
     κλητική θυλακοειδή(ς) θυλακοειδής θυλακοειδές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι θυλακοειδείς οι θυλακοειδείς τα θυλακοειδή
      γενική των θυλακοειδών των θυλακοειδών των θυλακοειδών
    αιτιατική τους θυλακοειδείς τις θυλακοειδείς τα θυλακοειδή
     κλητική θυλακοειδείς θυλακοειδείς θυλακοειδή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

θυλακοειδής < αρχαία ελληνική θυλακοειδής

Επίθετο[επεξεργασία]

θυλακοειδής

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]