θυματοποίηση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | θυματοποίηση | οι | θυματοποιήσεις |
γενική | της | θυματοποίησης* | των | θυματοποιήσεων |
αιτιατική | τη | θυματοποίηση | τις | θυματοποιήσεις |
κλητική | θυματοποίηση | θυματοποιήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, θυματοποιήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- θυματοποίηση < θύμα + -ποίηση ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική victimization)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
θυματοποίηση θηλυκό
- (νεολογισμός) η ενέργεια ή το αποτέλεσμα τού θυματοποιώ
- Από τη θυματοποίηση στον απανθρωπισμό και την καταπίεση; (*)
Συνώνυμα[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη μπούλινγκ
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τις λέξεις θυματοποιώ, θύμα και ποιώ
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
θυματοποίηση