θυμητικό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | θυμητικό | τα | θυμητικά |
γενική | του | θυμητικού | των | θυμητικών |
αιτιατική | το | θυμητικό | τα | θυμητικά |
κλητική | θυμητικό | θυμητικά | ||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- θυμητικό < μεσαιωνική ελληνική < θυμούμαι
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]θυμητικό ουδέτερο
- το μνημονικό, η μνήμη, η ικανότητα κάποιου να συγκρατεί στη μνήμη του πράγματα, να θυμάται
- το ενθύμιο
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] θυμητικό
|