θυμοειδές
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- θυμοειδές < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου θυμοειδής
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
θυμοειδές ουδέτερο
- το μέρος της ψυχής που περικλείει το συναίσθημα και τη βούληση
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη θυμός