θυρανοίξια

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα θυρανοίξια
      γενική των θυρανοιξίων
    αιτιατική τα θυρανοίξια
     κλητική θυρανοίξια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

θυρανοίξια < μεσαιωνική ελληνική θυρανοίξια < θύρα + ἀνοίγω

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

θυρανοίξια ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]