θυρεοειδής αδένας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- θυρεοειδής αδένας < θυρεοειδής + αδένας ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική thyroid gland)
Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]
θυρεοειδής αδένας αρσενικό
- (ανατομία) μεγάλος ενδοκρινής αδένας του ανθρώπινου σώματος στην πρόσθια περιοχή του τραχήλου, μπροστά και εκατέρωθεν της τραχείας, που παράγει σημαντικές για τη λειτουργία του οργανισμού ορμόνες
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
θυρεοειδής αδένας