θυρόφυλλο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
θυρόφυλλο ουδέτερο
- το καθεάν από τα φύλλα μιας πόρτας, δηλαδή τα τμήματά της που κινούνται και ανοιγοκλείνουν
- ↪ έκλεισε τα θυρόφυλλα για να μη μπαίνει ο ήλιος
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- παραθυρόφυλλο
- → δείτε τις λέξεις θύρα και φύλλο