Μετάβαση στο περιεχόμενο

θυσία

Από Βικιλεξικό
Αυτή η σελίδα μπήκε στον κατάλογο των σελίδων που χρειάζονται να μορφοποιηθούν όπως συνηθίζεται στο Βικιλεξικό,
έτσι ώστε να υπάρχει ομοιομορφία με τις υπόλοιπες σελίδες.

Παρακαλούμε βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι η μορφή της σελίδας ταιριάζει με τα στάνταρντ του Βικιλεξικού.


Νέα ελληνικά (el)

[επεξεργασία]
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η θυσία οι θυσίες
      γενική της θυσίας των θυσιών
    αιτιατική τη θυσία τις θυσίες
     κλητική θυσία θυσίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
θυσία < αρχαία ελληνική θυσία

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /θiˈsi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: θυσία

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

θυσία θηλυκό

  1. εκούσια απώλεια προκειμένου να επιτευχθεί κάποιος στόχος
  2. προσφορά προκειμένου να γίνει επίκληση σε θεό ή θεούς, μπορεί να περιλαμβάνει τη θανάτωση ανθρώπου ή ζώου ή να είναι απλή προσφορά ή καταστροφή αντικειμένων
  3. μια θρησκευτική ιεροτελεστία κατά την οποία προσφέρεται ένα αντικείμενο σε κάποιο θεϊκό ον προκειμένου να εδραιωθεί, να διατηρηθεί ή να αποκατασταθεί μια κατάλληλη σχέση του ανθρώπου με τα θεία»

Εκφράσεις

[επεξεργασία]
  • πάση θυσία
  • με κάθε θυσία
  • Έγινε θυσία για το φίλο του/για να με βοηθήσει
  • Έκαναν θυσία στο Βάκχο
  • Έκαναν θυσίες για να τον σπουδάσουν

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]