θυσία
Εμφάνιση
έτσι ώστε να υπάρχει ομοιομορφία με τις υπόλοιπες σελίδες. Παρακαλούμε βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι η μορφή της σελίδας ταιριάζει με τα στάνταρντ του Βικιλεξικού. |
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | θυσία | οι | θυσίες |
| γενική | της | θυσίας | των | θυσιών |
| αιτιατική | τη | θυσία | τις | θυσίες |
| κλητική | θυσία | θυσίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- θυσία < αρχαία ελληνική θυσία
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /θiˈsi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : θυ‐σί‐α
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]θυσία θηλυκό
- εκούσια απώλεια προκειμένου να επιτευχθεί κάποιος στόχος
- προσφορά προκειμένου να γίνει επίκληση σε θεό ή θεούς, μπορεί να περιλαμβάνει τη θανάτωση ανθρώπου ή ζώου ή να είναι απλή προσφορά ή καταστροφή αντικειμένων
- μια θρησκευτική ιεροτελεστία κατά την οποία προσφέρεται ένα αντικείμενο σε κάποιο θεϊκό ον προκειμένου να εδραιωθεί, να διατηρηθεί ή να αποκατασταθεί μια κατάλληλη σχέση του ανθρώπου με τα θεία»
Εκφράσεις
[επεξεργασία]- πάση θυσία
- με κάθε θυσία
- Έγινε θυσία για το φίλο του/για να με βοηθήσει
- Έκαναν θυσία στο Βάκχο
- Έκαναν θυσίες για να τον σπουδάσουν
Συγγενικά
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] θυσία
Πηγές
[επεξεργασία]- θυσία - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- θυσία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας