θωμαϊστής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
θωμαϊστής αρσενικό
- (θρησκεία) μέλος της χριστιανικής εκκλησίας της (νότιας) Ινδίας, την οποία ίδρυσε, σύμφωνα με την παράδοση, ο απόστολος Θωμάς
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
θωμαϊστής
|