θωπεύω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- θωπεύω < αρχαία ελληνική θωπεύω (καλοπιάνω και χαϊδεύω)
Προφορά
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]θωπεύω
Συγγενικά
[επεξεργασία]Εκφράσεις
[επεξεργασία]- θωπεύει τα αυτιά: όταν κάποιος λέει με δόλια πρόθεση στους άλλους αυτό που ξέρει ότι θέλουν να ακούσουν, για να τους εφησυχάσει (και να μην αντιδράσουν έγκαιρα) ή για να τους κολακεύσει
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] θωπεύω
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- θωπεύω < θώψ
Ρήμα
[επεξεργασία]θωπεύω
- κολακεύω
- καί σοι τὸ Θησέως ὄνομα θωπεῦσαι καλόν : και εσένα (σου φαίνεται) σωστό να κολακεύεις το Θησέα (Σοφοκ. Οιδίπους επί Κολ. 1003)
- τίς ἂν εἴη δημαγωγὸς τοιοῦτος, ὅστις τὸν μὲν δῆμον θωπεῦσαι δύναιτο, τοὺς δὲ καιροὺς ἐν οἷς ἦν σῴζεσθαι τὴν πόλιν, ἀποδοῖτο; τι είδους πολιτικός θα ήταν αυτός που ενώ είχε τη δύναμη να καλοπιάνει το δήμο, θα ξεπουλούσε την ευκαιρία να σώσει την πόλη; (Αισχύνης, Κτησιφ.)
- χαϊδεύω
- τὸν ἵππον...,ἐν τούτῳ οὐδὲν δεῖ χαλεπὸν προσφέρειν ὡς πονεῖν ἀναγκάζοντα, ἀλλὰ θωπεύειν...: το άλογο..., δεν πρέπει να του φερθείς σκληρά και να τον αναγκάσεις να δουλέψει, αλλά (πρέπει) να τον χαϊδέψεις και να τον καλοπιάσεις (Ξενοφ. Περί Ιππικής 10.13)
- υπηρετώ, με την καλή έννοια, όχι της κολακίας (μεταγενέστερο ίσως)
- ἵνα μὴ ἄλλους θωπεύωμεν σοῦ ὑγιαίνοντος (για να μην υπηρετούμε άλλους εφ' οσον εσύ είσαι υγιής)
- θεραπεύω, ανακουφίζω
- θωπεῦσαι την χολήν
Συγγενικά
[επεξεργασία]- ο θώψ γενική θωπός: (κόλακας και γαλίφης ως ουσιαστικό, κολακευτικός ως επίθετο)
- το θώπευμα : περιποίηση με κολακευτική χροιά
- θωπεία: υπεροβολική περιποίηση
- θωπευτικός,ή,όν : που έχει την τάση να καλοπιάνει
- θωπικός,ή,όν : ο θωπευτικός
- θώπτω: θωπεύω, περιποιούμαι