θωρακοκέντηση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η θωρακοκέντηση οι θωρακοκεντήσεις
      γενική της θωρακοκέντησης* των θωρακοκεντήσεων
    αιτιατική τη θωρακοκέντηση τις θωρακοκεντήσεις
     κλητική θωρακοκέντηση θωρακοκεντήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, θωρακοκεντήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

θωρακοκέντηση < θώρακας + -ο- + κέντηση

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

θωρακοκέντηση θηλυκό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]