θωρακοσκοπικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο θωρακοσκοπικός η θωρακοσκοπική το θωρακοσκοπικό
      γενική του θωρακοσκοπικού της θωρακοσκοπικής του θωρακοσκοπικού
    αιτιατική τον θωρακοσκοπικό τη θωρακοσκοπική το θωρακοσκοπικό
     κλητική θωρακοσκοπικέ θωρακοσκοπική θωρακοσκοπικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι θωρακοσκοπικοί οι θωρακοσκοπικές τα θωρακοσκοπικά
      γενική των θωρακοσκοπικών των θωρακοσκοπικών των θωρακοσκοπικών
    αιτιατική τους θωρακοσκοπικούς τις θωρακοσκοπικές τα θωρακοσκοπικά
     κλητική θωρακοσκοπικοί θωρακοσκοπικές θωρακοσκοπικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

θωρακοσκοπικός < θωρακοσκόπηση / θωρακοσκόπιο + -ικός

Επίθετο[επεξεργασία]

θωρακοσκοπικός

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]