θωρακοσκοπικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- θωρακοσκοπικός < θωρακοσκόπηση / θωρακοσκόπιο + -ικός
Επίθετο[επεξεργασία]
θωρακοσκοπικός
- (ιατρική) που έχει σχέση με τη θωρακοσκόπηση ή το θωρακοσκόπιο ή αναφέρεται σ’ αυτά
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη θωρακοσκόπηση
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
θωρακοσκοπικός