θωριά

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενα          
  1. Νέα ελληνικά (el)
    1. Ετυμολογία
    2. Προφορά
    3. Ουσιαστικό
      1. Εκφράσεις
      2. Μεταφράσεις
    4. Αναφορές
  1. Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
    1. Ετυμολογία
    2. Ουσιαστικό
      1. Εκφράσεις
    3. Πηγές

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η θωριά οι θωριές
      γενική της θωριάς των θωριών
    αιτιατική τη θωριά τις θωριές
     κλητική θωριά θωριές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

θωριά < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική θωριά < θεωρία < αρχαία ελληνική θεωρία (θεωρία, θέαμα) [1] Συγκρίνετε με το θεωρία.

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /θoɾˈʝa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: θω‐ριά

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

θωριά θηλυκό

Εκφράσεις[επεξεργασία]

  • Για τις εκφράσεις, όπως στην πρώιμη νεοελληνική γλώσσα του 17ου και 18ου αιώνα, → δείτε στο μεσαιωνικό θωριά, τις σημειώσεις του λεξικογράφου Somavera.

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

θωριά < θεωρία < αρχαία ελληνική θεωρία (θεωρία, θέαμα)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

θωριά θηλυκό

Εκφράσεις[επεξεργασία]

  • Για την όψιμη μεσαιωνική ή πρώιμη νεοελληνική του 17ου και 18ου αιώνα, δείτε πάνω από 80 εκφράσεις στο λήμμα «Θωριά» του padre Somavera:
    σελ. 144 1ου μέρους - Somavera, Alessio da / Ἀλέξιος ὁ Σουμαβέραιος (1709), Θησαυρός της ρωμαϊκής και της φραγκικής γλώσσας. Στο Παρίτζι:Από την τυπογραφίαν του Μιχαήλ Γκινιάρδ, ͵αψ΄ θ΄. Τesoro della lingua greca-volgare ed italiana. Parigi:Appresso Michele Guignard, M.DCC.IX. @anemi

Πηγές[επεξεργασία]