θόλος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- θόλος < αρχαία ελληνική θόλος
Ουσιαστικό 1[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | θόλος | οι | θόλοι |
γενική | του | θόλου | των | θόλων |
αιτιατική | τον | θόλο | τους | θόλους |
κλητική | θόλε | θόλοι | ||
όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
θόλος αρσενικό
- (αρχιτεκτονική) κατασκευή με καμπύλο σχήμα για την κάλυψη ενός χώρου
Εκφράσεις[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
θόλος
Ουσιαστικό 2[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | θόλος | οι | θόλοι |
γενική | της | θόλου | των | θόλων |
αιτιατική | τη | θόλο | τις | θόλους |
κλητική | θόλε | θόλοι | ||
όπως «νόσος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
θόλος θηλυκό
- (αρχαιολογία) (συχνά με κεφαλαίο αρχικό) αρχαίος τύπος κυκλικού κτηρίου με κωνική στέγη
- η Θόλος της Επιδαύρου
- το Πρυτανείο της αρχαίας Αθήνας στεγαζόταν σ'ένα κυκλικό κτήριο της Αγοράς, τη Θόλο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
θόλος
Αρχαία ελληνικά (grc) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- θόλος < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό 1[επεξεργασία]
θόλος θηλυκό
- (αρχιτεκτονική) κυκλικό κτ;iριο με κωνική στέγη
- (ειδικότερα στην Αθήνα) κτίριο όπου γευμάτιζαν οι πρυτάνεις
Ουσιαστικό 2[επεξεργασία]
θόλος αρσενικό
- θολωτό δωμάτιο σε λουτρά
- επίδεσμος για το κεφάλι
Πηγές[επεξεργασία]
- θόλος στην Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ. Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012.
- «θόλος» - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ελληνική γλώσσα
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δρόμος'
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Αρχιτεκτονική (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'νόσος'
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Αρχαιολογία (νέα ελληνικά)
- Ελλείπουσες ετυμολογίες (αρχαία ελληνικά)
- Ελλείπουσες κλίσεις (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αρχιτεκτονική (αρχαία ελληνικά)