θύμβρα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | θύμβρᾱ | αἱ | ...?...αι |
γενική | τῆς | θύμβρᾱς | τῶν | θυμβρῶν |
δοτική | τῇ | θύμβρᾳ | ταῖς | θύμβραις |
αιτιατική | τὴν | θύμβρᾱν | τὰς | θύμβρᾱς |
κλητική ὦ! | θύμβρᾱ | ...?...αι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | θύμβρᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | θύμβραιν | ||
Δεν υπάρχουν πληροφορίες για την προσωδία του δίχρονου φωνήεντος στην παραλήγουσα. Δεν γνωρίζουμε πώς τονίζεται η ονομαστική πληθυντικού. | ||||
1η κλίση, Κατηγορία 'χώρα' όπως «χώρα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- θύμβρα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]θύμβρα, -ας θηλυκό
- (φυτό) πικρό βότανο (Satureia Thymbra)
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἱπποκράτης, Περὶ νούσων [νόσων], (De morbis i-iii), 2.47 p.68, @scaife.perseus
- πινέτω δὲ νῆστις τὰς ἐν μέσῳ ἡμέρας τῶν ἐγχύτων, ἐλελίσφακον, πήγανον, θύμβραν, ὀρίγανον, ἴσον ἐν οἴνῳ ἀκρήτῳ, ὅσον ὀξύβαφον μετὰ πάντων ἐπιπάσσων.
- ※ 1ος κε αιώνας ⌘ Διοσκουρίδης Πεδάνιος, Περὶ ἀπλῶν φαρμάκων, (Euporista vel De simplicibus medicinis), 2.41.3, @scaife.perseus
- θύμου ἢ θύμβρας ἢ ὑσσώπου ἀπόζεμα ἢ αὐτὰ λεῖα μετὰ μέλιτος ἐκλειχόμενα·
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἱπποκράτης, Περὶ νούσων [νόσων], (De morbis i-iii), 2.47 p.68, @scaife.perseus
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]- θυμβραία (θηλυκό)
- θυμβραίη (θηλυκό)
- θύμβρη (θηλυκό)
- θυμβρίη (θηλυκό)
- θύμβρον (ουδέτερο)
- θύμβρος (αρσενικό)
Συγγενικά
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]- θύμβρα - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- θύμβρα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'χώρα' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις παροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις με άγνωστη προσωδία (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως η ομάδα 'χώρα' με άγνωστη προσωδία (αρχαία ελληνικά)
- Ελλείπουσες ετυμολογίες (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Φυτά (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα από τον Ιπποκράτη (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα από ιατρικά κείμενα (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα από τον Διοσκουρίδη (ελληνιστική κοινή)
- Λήμματα με παραθέματα (ελληνιστική κοινή)
- Λήμματα με παραθέματα από ιατρικά κείμενα (ελληνιστική κοινή)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)