Μετάβαση στο περιεχόμενο

θύμβρα

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική θύμβρ αἱ ...?...αι
      γενική τῆς θύμβρᾱς τῶν θυμβρῶν
      δοτική τῇ θύμβρ ταῖς θύμβραις
    αιτιατική τὴν θύμβρᾱν τὰς θύμβρᾱς
     κλητική ! θύμβρ ...?...αι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  θύμβρ
γεν-δοτ τοῖν  θύμβραιν
Δεν υπάρχουν πληροφορίες για την προσωδία
του δίχρονου φωνήεντος στην παραλήγουσα.
Δεν γνωρίζουμε πώς τονίζεται η ονομαστική πληθυντικού.
1η κλίση, Κατηγορία 'χώρα' όπως «χώρα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
θύμβρα < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

θύμβρα, -ας θηλυκό

  • (φυτό) πικρό βότανο (Satureia Thymbra)
      5ος πκε αιώνας Ἱπποκράτης, Περὶ νούσων [νόσων], (De morbis i-iii), 2.47 p.68, @scaife.perseus
    πινέτω δὲ νῆστις τὰς ἐν μέσῳ ἡμέρας τῶν ἐγχύτων, ἐλελίσφακον, πήγανον, θύμβραν, ὀρίγανον, ἴσον ἐν οἴνῳ ἀκρήτῳ, ὅσον ὀξύβαφον μετὰ πάντων ἐπιπάσσων.
      1ος κε αιώνας Διοσκουρίδης Πεδάνιος, Περὶ ἀπλῶν φαρμάκων, (Euporista vel De simplicibus medicinis), 2.41.3, @scaife.perseus
    θύμου ἢ θύμβρας ἢ ὑσσώπου ἀπόζεμα ἢ αὐτὰ λεῖα μετὰ μέλιτος ἐκλειχόμενα·

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]