θύμηση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

→ λείπει η κλίση

Ετυμολογία [επεξεργασία]

θύμηση < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική θύμηση, θύμησις < αρχαία ελληνική ἐνθύμησις < ἐνθυμοῦμαι

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

θύμηση θηλυκό (απαντά σπανίως στον πληθυντικό και ο λογοτεχνικός τύπος θύμησες)

  1. η ανάμνηση, η ανάκληση κάποιου γεγονότος ή μιας κατάστασης στο νου από το παρελθόν
    η θύμηση του προσώπου της τον έκανε να μελαγχολεί
  2. η μνήμη
    πάλι ήρθαν στη θύμησή του στιγμές από το περασμένο καλοκαίρι πριν από το χωρισμό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Σύνθετα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]