θύμηση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- θύμηση < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική θύμηση, θύμησις < αρχαία ελληνική ἐνθύμησις < ἐνθυμοῦμαι
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]θύμηση θηλυκό (απαντά σπανίως στον πληθυντικό και ο λογοτεχνικός τύπος θύμησες)
- η ανάμνηση, η ανάκληση κάποιου γεγονότος ή μιας κατάστασης στο νου από το παρελθόν
- η θύμηση του προσώπου της τον έκανε να μελαγχολεί
- η μνήμη
- πάλι ήρθαν στη θύμησή του στιγμές από το περασμένο καλοκαίρι πριν από το χωρισμό
Συγγενικά
[επεξεργασία]Σύνθετα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ελλείπουσες κλίσεις (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)