θύμωμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | θύμωμα | τα | θυμώματα |
γενική | του | θυμώματος | των | θυμωμάτων |
αιτιατική | το | θύμωμα | τα | θυμώματα |
κλητική | θύμωμα | θυμώματα | ||
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- θύμωμα < θύμος (αδένας)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
θύμωμα ουδέτερο
- όγκος (νεόπλασμα) προερχόμενος από τα επιθηλιακά κύτταρα του θύμου
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
θύμωμα
|