Μετάβαση στο περιεχόμενο

θᾶκος

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική θᾶκος οἱ θᾶκοι
      γενική τοῦ θάκου τῶν θάκων
      δοτική τῷ θάκ τοῖς θάκοις
    αιτιατική τὸν θᾶκον τοὺς θάκους
     κλητική ! θᾶκε θᾶκοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  θάκω
γεν-δοτ τοῖν  θάκοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «κῆπος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
θᾶκος < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

θᾶκος, -ου αρσενικό αττικός τύπος

  1. κάθισμα
  2. έδρα
  3. θώκος, έδρα αξιώματος
  4. συνεδρίαση, βουλή
  5. απόπατος, αφοδευτήριο
      Θεόφραστος, Χαρακτήρες, ιδ'
    καὶ πολλὰ φαγὼν καὶ τῆς νυκτὸς ἐπὶ θάκου ἀνιστάμενος ἀποπλανώμενος ὑπὸ κυνὸς τῆς τοῦ γείτονος δηχθῆναι.

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Παράγωγα

[επεξεργασία]

με θακ- ή και θωκ-

 και δείτε τη λέξη θῶκος για θέμα θωκ-