θῆλυς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πίνακας περιεχομένων
Αρχαία ελληνικά (grc) [επεξεργασία]
Κλίση (Παρατηρήσεις) | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
Πτώση | Ενικός | Πληθυντικός | ||||
Ονομαστική | θῆλῠς | θήλειᾰ | θῆλῠ | θήλεις | θήλειαι | θήλεᾰ |
Γενική | θήλεος | θηλείας | θήλεος | θηλέων | θηλειῶν | θηλέων |
Δοτική | θήλει | θηλείᾳ | θήλει | θήλεσι(ν) | θηλείαις | θήλεσι(ν) |
Αιτιατική | θῆλῠν | θήλειᾰν | θῆλῠ | θήλεις | θηλείας | θήλεᾰ |
Κλητική | θῆλῠ | θήλειᾰ | θῆλῠ | θήλεις | θήλειαι | θήλεᾰ |
Πτώσεις | Δυικός | |||||
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική | θήλει | θηλεία | θήλει | |||
Γενική-Δοτική | θηλέοιν | θηλείαιν | θηλέοιν |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- θῆλυς < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο[επεξεργασία]
θῆλυς
- θηλυκός
- γυναικείος
- (για φυτά) που παράγει καρπό
- γόνιμος
- (μεταφορικά) (για πρόσωπα ή πράγματα) μαλακός, αδύνατος, τρυφερός
- (πυθαγόρειοι) ζυγός (αριθμός)