ιαβαϊκά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ιαβαϊκά < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου ιαβαϊκός στον πληθυντικό
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ιαβαϊκά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό