ιαγουάρους
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Κλιτή μορφή ουσιαστικού[επεξεργασία]
ιαγουάρους αρσενικό
- ιαγουάρος, στην αιτιατική του πληθυντικού