ιατροβιολογία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ιατροβιολογία | οι | ιατροβιολογίες |
γενική | της | ιατροβιολογίας | των | ιατροβιολογιών |
αιτιατική | την | ιατροβιολογία | τις | ιατροβιολογίες |
κλητική | ιατροβιολογία | ιατροβιολογίες | ||
Συνήθως στον ενικό. | ||||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ιατροβιολογία < ιατρ(ός) + -ο- + βιολογία (βιο- + -λογία), μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική biomedicine
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ιατροβιολογία θηλυκό
- (βιολογία, ιατρική, σπάνιο) η βιοϊατρική
Συγγενικά[επεξεργασία]
- ιατροβιολογικός
- → δείτε τις λέξεις γιατρός, βιολογία, βίος και λέγω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ιατροβιολογία
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με ένθημα -ο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα βιο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -λογία (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Βιολογία (νέα ελληνικά)
- Ιατρική (νέα ελληνικά)
- Σπάνιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)