ιατροβιολογικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ιατροβιολογικός η ιατροβιολογική το ιατροβιολογικό
      γενική του ιατροβιολογικού της ιατροβιολογικής του ιατροβιολογικού
    αιτιατική τον ιατροβιολογικό την ιατροβιολογική το ιατροβιολογικό
     κλητική ιατροβιολογικέ ιατροβιολογική ιατροβιολογικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ιατροβιολογικοί οι ιατροβιολογικές τα ιατροβιολογικά
      γενική των ιατροβιολογικών των ιατροβιολογικών των ιατροβιολογικών
    αιτιατική τους ιατροβιολογικούς τις ιατροβιολογικές τα ιατροβιολογικά
     κλητική ιατροβιολογικοί ιατροβιολογικές ιατροβιολογικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ιατροβιολογικός < ιατροβιολογ(ία) + -ικός, μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική biomedical

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /i.a.tɾo.vi.o.lo.ʝiˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ι‐α‐τρο‐βι‐ο‐λο‐γι‐κός

Επίθετο[επεξεργασία]

ιατροβιολογικός, -ή, -ό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]

  • Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 11, έτος 2012, ISSN: 1106‑8027. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr