ιατρογενής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ιατρογενής | η | ιατρογενής | το | ιατρογενές |
γενική | του | ιατρογενούς* | της | ιατρογενούς | του | ιατρογενούς |
αιτιατική | τον | ιατρογενή | την | ιατρογενή | το | ιατρογενές |
κλητική | ιατρογενή(ς) | ιατρογενής | ιατρογενές | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ιατρογενείς | οι | ιατρογενείς | τα | ιατρογενή |
γενική | των | ιατρογενών | των | ιατρογενών | των | ιατρογενών |
αιτιατική | τους | ιατρογενείς | τις | ιατρογενείς | τα | ιατρογενή |
κλητική | ιατρογενείς | ιατρογενείς | ιατρογενή | |||
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ιατρογενής < ιατρο- + -γενής ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική iatrogenic)
Επίθετο[επεξεργασία]
ιατρογενής, -ής, -ές
- που οφείλεται σε ιατρικό χειρισμό ή παρέμβαση
- ※ Από το συνδυασμό αυτών των στοιχείων και των αποτελεσμάτων της νεκροψίας θα προκύψει αν υπήρξε ή αν δεν υπήρξε ιατρογενής αιτιολογία της επιβάρυνσης της υγείας της 20χρονης. (www.ertnews.gr, 15.09.2023)
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ιατρογενής
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'συνεχής' (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα ιατρο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -γενής (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)