ιατροδικαστής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ιατροδικαστής < ιατρο- + δικαστής (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική médecin légiste)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ιατροδικαστής αρσενικό ή θηλυκό (θηλυκό & ιατροδικάστρια & ιατροδικαστίνα)
- (ιατρική, νομικός όρος, ανακριτική, επάγγελμα) ο γιατρός που εκτελεί, κατόπιν εισαγγελικής ή ανακριτικής αρχής, νεκροψία και νεκροτομή, εκδίδοντας σχετικό πόρισμα στο πλαίσιο της διερεύνησης ενός εγκλήματος
[επεξεργασία]
- ιατροδικαστική
- ιατροδικαστικός
- ιατροδικαστίνα
- ιατροδικάστρια
- → δείτε τις λέξεις ιατρός, δικαστής και δίκη
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ιατροδικαστής
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ποιητής' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιατρική (νέα ελληνικά)
- Νομικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Επαγγέλματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)