ιγκλού

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

ένα τυπικό ιγκλού

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ιγκλού < (άμεσο δάνειο) αγγλική igloo < ινουκτιτούτ ᐃᒡᓗ (iglu, σπίτι)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ιγκλού ουδέτερο άκλιτο

  • μικρό καταφύγιο σε σχήμα θόλου, φτιαγμένο από πάγο και χιόνι

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]