ιδίως

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ιδίως, λόγια λέξη < αρχαία ελληνική ἰδίως

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /iˈði.os/

Επίρρημα

[επεξεργασία]

ιδίως

  1. σε μεγαλύτερο βαθμό, πολύ περισσότερο, προπάντων, κυρίως
    δεν περίμενα τέτοια συμπεριφορά και ιδίως από σένα

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]