ιδίως
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ιδίως, λόγια λέξη < αρχαία ελληνική ἰδίως
Προφορά
[επεξεργασία]Επίρρημα
[επεξεργασία]ιδίως
- σε μεγαλύτερο βαθμό, πολύ περισσότερο, προπάντων, κυρίως
- δεν περίμενα τέτοια συμπεριφορά και ιδίως από σένα
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ιδίως