ιδαλγός
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | ιδαλγός | οι | ιδαλγοί |
γενική | του | ιδαλγού | των | ιδαλγών |
αιτιατική | τον | ιδαλγό | τους | ιδαλγούς |
κλητική | ιδαλγέ | ιδαλγοί | ||
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /i.ðalˈɣos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ι‐δαλ‐γός
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ιδαλγός αρσενικό
- χαμηλόβαθμος Ισπανός (ή Πορτογάλος) ευγενής· άνθρωπος με καταγωγή από κάποια γνωστή και σημαντική οικογένεια
Σημειώσεις
[επεξεργασία]- δε σχετίζεται με το ιδεολόγος
- ἱδαλγός (πολυτονικό σύστημα, πριν από την ορθογραφική μεταρρύθμιση του 1982)
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]-
ιδαλγός στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ ιδαλγός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Οπτικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ισπανικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)