ιδανίκευση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ιδανίκευση | οι | ιδανικεύσεις |
γενική | της | ιδανίκευσης* | των | ιδανικεύσεων |
αιτιατική | την | ιδανίκευση | τις | ιδανικεύσεις |
κλητική | ιδανίκευση | ιδανικεύσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, ιδανικεύσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ιδανίκευση θηλυκό
- η ενέργεια και το αποτέλεσμα του ιδανικεύω
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ιδανίκευση
|