ιδεαλιστικά

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ιδεαλιστικά < ιδεαλιστικός

Επίρρημα[επεξεργασία]

ιδεαλιστικά

  1. με ιδεαλισμό, έχοντας υψηλά ιδανικά
  2. (φιλοσοφία) ακολουθώντας μια ιδεαλιστική φιλοσοφική θεώρηση

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

ιδεαλιστικά