ιδεαλιστικά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
ιδεαλιστικά < ιδεαλιστικός
Επίρρημα[επεξεργασία]
ιδεαλιστικά
- με ιδεαλισμό, έχοντας υψηλά ιδανικά
- (φιλοσοφία) ακολουθώντας μια ιδεαλιστική φιλοσοφική θεώρηση
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ιδεαλιστικά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
ιδεαλιστικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ιδεαλιστικό