ιδιοκτησιακός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ιδιοκτησιακός < ιδιοκτησία
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
ιδιοκτησιακός, -ή, -ό
- που αναφέρεται στην ιδιοκτησία
- το ιδιοκτησιακό καθεστώς του ακινήτου δεν είναι απολύτως ξεκάθαρο