ιδιοποιούμαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ιδιοποιούμαι < (ελληνιστική κοινή) ἰδιοποιοῦμαι < ἴδιος +ποιέομαι, -οῦμαι

ιδιοποιούμαι (αποθετικό ρήμα)

  • κάνω αυθαίρετα δικό μου κάτι που δεν μου ανήκει
    οι «δυνατοί» επιδίωκαν να ιδιοποιηθούν τη γη των φτωχών

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]