ιδιοσυστασιακός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ιδιοσυστασιακός < ιδιοσυστασ(ία) + -ιακός
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
ιδιοσυστασιακός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με την ιδιοσυστασία, ανήκει ή αναφέρεται σ’ αυτή
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τις λέξεις ιδιοσυστασία, ίδιος, συστήνω και στήνω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ιδιοσυστασιακός