ιδιοτέλεια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ιδιοτέλεια < ιδιοτελής + -εια < (μεταφραστικό δάνειο) γερμανική Eigennutz
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /i.ði.oˈte.li.a/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ιδιοτέλεια θηλυκό
- (λόγιο) η ιδιότητα και η συμπεριφορά του ιδιοτελούς, το να είναι κάποιος ιδιοτελής